- ὑπερβίαιος
- ὑπερβίαιος [pron. full] [ῐ], ον,A extremely violent,
ἐξολκή Orib.45.18.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξολκή Orib.45.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερβίαιος — ον, Α υπέρμετρα βίαιος, πάρα πολύ δυνατός … Dictionary of Greek
ὑπερβίαιον — ὑπερβίαιος extremely violent masc/fem acc sg ὑπερβίαιος extremely violent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)